έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο … Dictionary of Greek
ηλιακός — Άνοιγμα σε ορισμένες –θολοσκέπαστες ή όχι– οικίες στη βυζαντινή αρχιτεκτονική· στοά ή περιστύλιο. Βλ. λ. εξώστης. * * * και λιακός, ή, ό (AM ἡλιακός, ή, όν, Α δωρ. τ. ἁλιακός, ή, όν) [ήλιος] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ήλιο ή προέρχεται… … Dictionary of Greek
γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… … Dictionary of Greek
Γκάους, Καρλ Φρίντριχ — (Karl Friedrich Gauss, Μπραουνσβάιγκ 1777 – Γκέτινγκεν 1855).Γερμανός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Από πολύ μικρός έδειξε εξαιρετική ευφυΐα με την επίδοσή του στον αριθμητικό λογισμό. Το 1795 εγκαταστάθηκε στο Γκέτινγκεν όπου μελέτησε τα… … Dictionary of Greek
Βενετία — I (Venezia). Πόλη (275.368 κάτ. το 2000) της βορειοανατολικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.460 τ. χλμ., 815.009 κάτ.) και της διοικητικής περιοχής Βένετο (βλ. λ.), στο βορειοανατολικό γεωγραφικό διαμέρισμα. H πιο χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek